Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

επίμονος, -η, -ο

         
lingering

         

Ερμηνεία:

Ο εμμένων, η εμμένουσα, το εμμένον. Αυτός που επιμένει.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Oxford COVID-vaccine paper highlights lingering unknowns about results.Ledford H.Nature. 2020 Dec;588(7838):378-379. 

Fever and Fever of Unknown Origin: Review, Recent Advances, and Lingering Dogma.Wright WF, Auwaerter PG.Open Forum Infect Dis. 2020 May 2;7(5):ofaa132.

The Lingering Questions in Immunotherapy.Wright K.Oncology (Williston Park). 2020 Mar 19;34(3):692459



Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο: